sórdido - ορισμός. Τι είναι το sórdido
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι sórdido - ορισμός


sórdido      
adj. (-1572 cf. IAVL)
1 que é ou está sujo, que tem sujeira no corpo e na roupa
2 p.ext. que provoca asco; repugnante, nojento, asqueroso
3 p.metf. que fere a decência, os bons princípios; indecente, indigno, vergonhoso
a prostituição infantil é uma coisa s.
4 p.metf. corrompido pelo vício ou pelo mal; infame, corrupto
rufião s. ambiente s.
5 p.metf. que emprega meios degradantes para atingir um fim; torpe, vil, ignóbil
comportamento s. indivíduo s.
6 p.metf. que é ávido por dinheiro; avaro, mesquinho, miserável
agiota s.
-etim lat. sordìdus,a,um 'sujo, imundo, esquálido, hediondo; baixo, ignóbil, vil, abjeto', part.pas. do v.lat. sordèo,es,vi,ére 'ser ou estar sujo, imundo; ser avaro, sovina'; f. divg. culta de churdo ; f.hist. 1572 sordido -sin/var ver sinonímia de avarento , canalha , devasso , repulsivo e sujo -ant ver antonímia de devasso e sujo e sinonímia de atraente e perdulário
Sordidamente      
adv.
De modo sórdido; indignamente; immundamente.
Sórdido      
adj.
Sujo.
Esquálido.
Nojento.
Torpe.
Avarento.
Vil.
Obsceno.
(Lat. "sordidus")